- καταγράφων
- κατάγραφοςdrawn in profilemasc/fem/neut gen plκαταγράφωscratchpres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταγραφῶν — καταγραφή drawing fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταγράφω — (AM καταγράφω) 1. καταχωρίζω σε καταλόγους, περιλαμβάνω κάποιον ή κάτι σε κατάλογο, γράφω σε κατάστιχα («κατεγράφησαν ἄνδρες, οὕς ἔδει θνῄσκειν», Πλούτ.) 2. γράφω με τάξη σε κατάλογο («θρῄσσαις ἐν σανίσιν, τὰς Ὀρφεία κατέγραψεν γῆρυς», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
σεισμικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σεισμό ή αυτός που προέρχεται από σεισμό (α. «σεισμικό σύστημα» β. «σεισμική δόνηση» γ. «σεισμικό φαινόμενο») 2. φρ. α) «σεισμικά κύματα» γεωλ. καθεμιά από τις ταλαντώσεις που δημιουργούνται από έναν… … Dictionary of Greek
Ψάχος, Κωνσταντίνος — (Μεγάλο Ρεύμα, Βόσπορος 1869 – Αθήνα 1949). Έλληνας μουσικολόγος, θεωρητικός, μουσικοδιδάσκαλος και συνθέτης. Σπούδασε βυζαντινή μουσική στην Κεντρική Ιερατική Σχολή της Κωνσταντινούπολης και θεολογία στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Στα πρώτα… … Dictionary of Greek
ИКОСИФИНИССА — [Косиница; греч. Εἰκοσιφοίνισσα, Κοσίνιτζα, Κόσνιτζα, τῆς Κοσινίτζης, τῆς Κοσινίσης], мон рь жен., действующий, принадлежит Драмской митрополии Элладской Православной Церкви, расположен в 33 км от Кавалы и в 35 км от Драмы, в одном из сев. ущелий … Православная энциклопедия